τραβηχτός

τραβηχτός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "τραβηχτός" в других словарях:

  • τραβηχτός — ή, ό, Ν [τραβώ] 1. τεντωμένος 2. αυτός ο οποίος μπορεί να τραβηχθεί, να συρθεί προς ορισμένη κατεύθυνση 3. το θηλ. ως ουσ. η τραβηχτή η υφαρπαγή χρημάτων, η λήψη χρημάτων με κολακεία ή με εκβιασμό 4. το ουδ. ως ουσ. το τραβηχτό το σχοινί με το… …   Dictionary of Greek

  • τραβηχτός — ή, ό επίρρ. ά 1. τραβηγμένος, τεντωμένος: Τραβηχτό ράψιμο. 2. το ουδ. ως ουσ., τραβηχτό, το λουρί ή σκοινί με το οποίο το ζώο τραβά το κάρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραβηχτικός — και τραβηκτικός, ή, ό, Ν [τραβηχτός] 1. αυτός που τραβάει, που προσελκύει το ενδιαφέρον (α. «τραβηχτικός άντρας» β. «τραβηχτική γυναίκα») 2. το θηλ. ως ουσ. η τραβηκτική η συναλλαγματική 3. φρ. α) «τραβηκτικά δικαιώματα» τα δικαιώματα τμηματικής… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»